Ο Μίνως Μάτσας είδε το φώς της ζωής στην Πρέβεζα το 1903. ΄Ηταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί του Σαμουήλ Μάτσα και της Σταμούλας οικογένειας Ρωμανιωτών Εβραίων που φέρονται εγκατεστημένοι στην Πρέβεζα, τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου αιώνα.
Tελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές μεταξύ Ιωαννίνων και Πρέβεζας το 1921. Από πολύ μικρός έλεγε ότι ήθελε να γίνει γιατρός. Έτσι το 1922 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.Λίγος χρόνος όμως χρειάστηκε για να διαπιστώσει ότι δεν άντεχε το μάθημα ανατομίας κι΄ έτσι μεταγράφεται στην Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα αρχίζει να εργάζεται στην Αγροτική Τράπεζα για να καλύπτει τα έξοδα του.
Το 1926 στρατεύεται και υπηρετεί μέχρι το 1928 στη στρατιωτική μπάντα λόγω των μουσικών γνώσεων του που είχε αποκτήσει ως μαθητής στη Φιλαρμονική της Πρέβεζας (έπαιζε κλαρίνο).
Από το 1927 αρχίζει να γράφει στίχους. Τα πρώτα του τραγούδια μελοποιούνται από τους κορυφαίους της εποχής Νίκο Χατζηαποστόλου και Παναγιώτη Τούντα και ηχογραφούνται πριν ακόμα έχει οποιαδήποτε επαγγελματική σχέση με τη δισκογραφία.
To 1930 οι πρωτοπόροι της δισκογραφίας στην Ελλάδα «Αμπραβανέλ και Μπενβενίστε» από τη Θεσσαλονίκη έρχονται στην Αθήνα και ιδρύουν την εταιρεία «ΑΤΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ».Ασχολούνται με γενικό εμπόριο υαλικών και με τους δίσκους.Για την συγκεκριμένη δουλειά των δίσκων προσλαμβάνουν τον Μίνω Μάτσα ο οποίος γνωρίζει μουσική, γράφει στίχους ήδη έχει κυκλοφορήσει τους πρώτους του δίσκους και είναι και πτυχιούχος της Νομικής.
Την εποχή εκείνη ο μοναδικός βασικός ανταγωνιστής τους στην δισκογραφία ήταν κάποιος ονόματι Κισσόπουλος ο οποίος αντιπροσώπευε στην Ελλάδα την HIS MASTER VOICE.
Το 1932 ο Κισσόπουλος απογοητευμένος απο τις συνεχείς αποτυχίες του αποφασίζει να πουλήσει την εταιρία του και καλεί τον Μίνω Μάτσα και του προσφέρει την Ηis Master Voice. Ο επιτυχημένος ήδη παράγοντας της δισκογραφίας, ο οποίος είχε ήδη ανακαλύψει τον Μάρκο Βαμβακάρη διστάζει να εγκαταλείψει τους συνεργάτες του και αρνείται την συνεργασία του Κισσόπουλου ενώ εκείνοι σε αντάλλαγμα του προσφέρουν ποσοστά επί των πωλήσεων και του υπόσχονται να τον κάνουν και συνεταίρο στην εταιρία Parlophone.
Έτσι μετά την άρνηση του Μίνου Μάτσα, ο Κισσόπουλος πουλάει την His Master Voice στην εταιρία «Αδελφοί Λαμπρόπουλοι» οι οποίοι μπαίνουν πλέον δυναμικά στο χώρο της δισκογραφίας.
Η πολύχρονη ερευνά μου για την συγγραφή του βιβλίου «Ο Αινιγματικός κος Μίνως» έφεραν στην επιφάνεια πολλά σημαντικά στοιχεία γύρω από τη ζωή και το έργο του Μίνου Μάτσα του ταλαντούχου αυτού νέου από τις πολυπολιτισμικές πόλεις της Πρέβεζας και των Ιωαννίνων που στις αρχές της δεκαετίας του ’30 κατόρθωσε να βρεθεί στην κορυφή της δισκογραφίας των Ελλήνων.
Σήμερα αποτιμώντας, έστω και καθυστερημένα, το έργο του, διαπιστώνουμε ότι στο θέμα των επιλογών και των αποφάσεών του, μέσα σ’ ένα δύσκολο κοινωνικά και οικονομικά πλαίσιο, με τρόπο αντικειμενικό και γαλήνιο άνοιξε το δρόμο και έδωσε τη δυνατότητα έκφρασης στα σημαντικότερα πρόσωπα- σύμβολα σήμερα- του μουσικού πολιτισμού στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού.
Έτσι ο Μίνως Μάτσας ως υπεύθυνος για την λειτουργία των εταιρειών Odeon και Parlophone πήρε τις σοβαρότερες αποφάσεις επιλογής προσώπων και ρεπερτορίου που σημάδεψαν την μουσική εξέλιξη στην Ελλάδα και δημιούργησαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε Πολιτιστική μουσική κληρονομιά μας: Μάρκος Bαμβακάρης, Βασίλης Τσιτσάνης, Γιάννης Παπαιωάννου, Απόστολος Καλδάρας, Απόστολος Χατζηχρήστος, Γιώργος Κάβουρας, Κώστας Ρούκουνας, Τάκης Μπίνης, Μαίρη Λίντα, Ρόζα Εσκενάζη, Πάνος Γαβαλάς, Βαγγέλης Περπινιάδης, Αλέκος Κιτσάκης, Κώστας Μουντάκης, Νίκος Ξυλούρης, Στράτος Διονυσίου,Φώτης Πολυμέρης, Γεωργία Μηττάκη, Κούλα Νικολαίδου, Στράτος Παγιουμτζής, Δημήτρης Περδικόπουλος, Πρόδρομος Τσαουσάκης είναι μόνο μερικά από τα κύρια πρόσωπα μέσα στον απέραντο κατάλογο αυτών που ανακαλύφθηκαν και προωθήθηκαν με επιλογές του Μίνου Μάτσα. Ταυτόχρονα έφερε κοντά του σε μόνιμη συνεργασία τα σπουδαία πρόσωπα από την προηγουμένη «παρέα» των μικρασιατών δημιουργών με κορυφαίους τον Σπύρο Περιστέρη και τον Κώστα Σκαρβέλη.
Με ευαίσθητες κεραίες αντίληψης των γεγονότων της εποχής εκείνης πολύ, γρήγορα και έγκαιρα συνειδητοποίησε τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις που θα επιδρούσαν αναγκαία και στο τραγούδι δείχνοντας με τις επιλογές του τους νέους δρόμους κάθε φορά.
Παρά τη σημαντική του συμβολή και τις καθοριστικές παρεμβάσεις του, ουσιαστικά παρέμεινε στο περιθώριο, όπου με ιδιαίτερη ταπεινότητα δημιουργούσε και αποφάσιζε για το καλό των συνεργατών του και του τραγουδιού.
Παρά το γεγονός ότι υπήρξε ο πολυγραφότερος στιχουργός του ελληνικού τραγουδιού για τριάντα ολόκληρα χρόνια, ελάχιστος αριθμός δίσκων φέρει το όνομά του στην ετικέτα, ενώ με εννέα διαφορετικά ψευδώνυμα απέκρυψε το μέγεθός του έργου του, οικοδομώντας έτσι το πρότυπο του «αινιγματικού» δημιουργού. Πολλές κλασσικές επιτυχίες κρύβονταν για δεκαετίες κάτω από τα ψευδώνυμα αυτά όπως το περίφημο «Μινόρε της αυγής» ο «Αντώνης ο Βαρκάρης ο Σερέτης » και τόσα άλλα.
Αυτό ήταν ακόμα μια δυσκολία προσέγγισης του έργου του. Κι ακόμα δυσκολότερο ήταν να διαμορφωθεί μια εικόνα για ένα πρόσωπο που δεν είχε δώσει ποτέ ούτε μια συνέντευξη καταγεγραμμένη σε οποιοδήποτε έντυπο, ούτε είχε φωτογραφηθεί με κάποιο από τα διάσημα δημιουργήματά του.
Ευτυχώς στην πορεία αυτού του εγχειρήματος, βρέθηκαν μερικοί επιζώντες από τους παλιούς του συνεργάτες που με τις μαρτυρίες τους έδωσαν αρκετά στοιχεία γι’ αυτή την πολύμορφη προσωπικότητα, που θα μπορούσε να μπεί πρώτος στον «αγιολόγιο» των ιερών προσώπων του ελληνικού τραγουδιού.
Από τις αναφορές για τον Μίνω Μάτσα στο βιβλίο μου «Ο Αινιγματικός κος Μίνως» σταχυολογώ μερικές:
O Mίνως Μάτσας πέθανε σε ηλικία 67 ετών τον Σεπτέμβριο του 1970.
Παναγιώτης Κουνάδης*
Ιστορικός-Ερευνητής του Ελληνικού Τραγουδιού
*Ο Παναγιώτης Κουνάδης είναι Ιστορικός-Ερευνητής του Ελληνικού τραγουδιού και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1943.Τελείωσε τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών στο Ε.Μ.Π και από το 1968 έως το 1973 έζησε στο Παρίσι όπου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Πολεοδομίας της Σορβόννης. Σπούδασε επίσης στην Ecole Pratique des Hautes Etudes (E.P.H.E) Κοινωνικές και Οικονομικές επιστήμες και Εθνομουσικολογία με τους Francois Perroux Claudie Marchel-Dudois, αντιστοίχως.
Από τα ιδρυτικά μέλη του «Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής» (1961-1967), και του «Κέντρου Έρευνας και Μελέτης των Ρεμπέτικων Τραγουδιών» (1976-1983).
Το 1983 ίδρυσε το «Αρχείο Ελληνικής Δισκογραφίας» και επιμελείται την έκδοση σειράς ψηφιακών δίσκων (CDs) από τη δισκογραφία των 78 στροφών, σε συνεργασία με τις ιδιοκτήτριες εταιρίες του ρεπερτορίου.
Από το 1973 αρθρογραφεί στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο με θέματα, κυρίως, από την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, με πάνω από εκατό δημοσιεύσεις.
«Ηχογραφούσαμε με το Στράτο [εννοεί τον Παγιουμτζή] μια μέρα στο Μάτσα το "Μέσα στο γλυκοχάραμα", κι αφού το είπαμε, λέω στο Μάτσα, έχω ένα τραγούδι ωραίο, της γριάς [εννοεί την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου] για ακούστε το. Του το παίζω, του άρεσε. Ποιον να βάλουμε να το πει; τον ρωτάω. Εσύ θα το πεις, μου λέει, έτσι όπως το ‘πες τώρα. Μα τι λέτε και τα λοιπά, εγώ. Εγώ ντρεπόμουνα να μπω σε δίσκο, ντρεπόμουνα πολύ. Στο δίσκο είναι άλλο πράμα... Εκεί είναι το ξελαμπικάρισμα, το κάτι άλλο, μην κάνουμε συζήτηση... Ο δίσκος είναι ιερό πράμα! Με ψήνει λοιπόν και το λέω το τραγούδι.
Έτσι σφραγίζομαι και τραγουδιστής. Μέχρι τότε μόνο σεγόντα έκανα κι είχα πει και δυο τραγουδάκια, που κανένας δεν τα πήρε είδηση! Μόνος μου τ’ άκουγα! Βέβαια, τραγούδαγα στα μαγαζιά. Δεν είχα και καμιά σπουδαία φωνή... Μ’ άρεσε όμως, τρελαινόμουνα για τη φωνή του Στράτου και κάπως έτσι τραγούδαγα. Ο Στρατούλης ήτανε το πρότυπο μου. Αφού με πείραζε πολλές φορές κι έλεγε, ρε συ, όπως πας θα μου φας το ψωμί μου, το ψωμάκι της Φώτως μου!
Ο Μίνως ο Μάτσας μ’ έκανε εμένα τραγουδιστή, αυτός μ’ έβγαλε στη γραμμοφωνία. Έτσι μέσα στο 1960 έκανα κι εγώ την επίσημη πρώτη τραγουδιστική μου, στην ODEON».
Από το βιβλίο της Ιωάννας Κλειασίου, Γιώργος Ζαμπέτας, Βίος και πολιτεία, εκδόσεις Ντέφι, Αθήνα 1997, σελ. 213.
Πάντα τον έβλεπα να γράφει, έγραφε συνέχεια. Κάναμε πολλά τραγούδια μαζί. Και ελαφρά και λαϊκά. Στα λαϊκά δεν έβαζα συνήθως το όνομά μου στις ετικέτες των δίσκων. Ο Μίνως χρησιμοποιούσε και ψευδώνυμα. Δεν νομίζω ότι έγραψαν ποτέ στίχους η Πιπίτσα ή η Αθηνά και ο άντρας της Γιώργος [Φωτίδας]. Όλα δικά του ήταν. Αυτές ήταν υπάλληλοι της εταιρείας.
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη, Ο αινιγματικός κος Μίνως, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα, 2007, σελ. 119.
«Είμαστε στο καφενείο «των νέων» εγώ και ο Γιάννης ο Κυριαζής και θυμάμαι και κάποιος άλλος και συζητούσαμε. Να και ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου. Ψηλός. Μ’ έλεγε Τόλη. Γεια σου Τόλη. - Γεια σου, κύριε Γιάννη. Εγώ σέβας. Βέβαια. Και λέγαμε εκεί περιστάσεις, συζήτηση γύρω από το «Μά¬γκας βγήκε για σεργιάνι», που είχε γίνει μεγάλο σουξέ τότε. Ε, κι εγώ είπα τα παράπονά μου και τσαντίστηκε λοιπόν ο Γιάννης με τον Βασίλη και μ’ αρπάζει από το χέρι και μου λέει: Έλα δω ρε, και με πάει στον Μάτσα και του λέει: Το και το, κύριε Μάτσα, από ‘δώ είναι ένα ταλεντάκι και δείχνει εμένα. Από τα Τρίκαλα απ’ το χωριό του «Βλάχου» κι έχει και καλά τρα-γούδια, όπως μαθαίνω κλπ. κλπ. Ε, και μ’ ορίζει ραντεβού ο Μάτσας την επόμενη μέρα. Πάω λοιπόν, τα παίζω, το «Εβίβα ρεμπέτες» και άλλα με το μπουζουκάκι. Και του άρεσαν του Μάτσα κι έγινε η αρχή. Από τη μια πλευ¬ρά το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» και από την άλλη το «Εβίβα ρεμπέτες». Και έγιναν και τα δυο επιτυχίες. Μετά έδωσα και το «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο» ή «Πάνω σ’ ένα βράχο» και κάτι άλλα, πολλά, «Μπαρμπαριά», «Ξενητειά», «Σκλάβες του μαχαραγιά», «Είμαι μαγκάκι» και άλλα. Και κάθε δίσκος ήταν και επιτυχία».
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, τόμος Α΄, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2000, σελ. 240-241.
«Γνώρισα τον Περιστέρη στο κέντρο «Αηδόνια» του Βλάσση, στην οδό Γλάδστωνος και Γαμβέτα, όπου έπαιζα με τον Σπύρο Αναγνώστου, τον Θε¬όδωρο Λαβίδα και τον Μανώλη τον «Τούρκο» στο πιάνο. Μετά με πήρε ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης και πήγαμε στην εταιρεία, στον οδό Σταδίου, στο πατάρι. Ήταν ο Μάτσας κι ο Περιστέρης. Ήταν ένα μικρό δωματιάκι με το πιάνο μέσα και το γραφείο του Μάτσα. Κάναμε πρόβα, τα παίξαμε τα τραγούδια, μου μίλησε ο Μάτσας και είδα που βαθμολογούσε τα τρα¬γούδια και μου έβαλε καλό βαθμό στο «Δυο μάτια, μάτια μου», που τους στίχους είχε γράψει ο Χαρ. Βασιλειάδης. Να το βάλουμε λέει, και από πίσω βάλαμε «Το γεφυράκι», ένα τραγούδι του Φωτάκη του Χαλουλάκου. Ναι, αυτός ήταν κι ο πρώτος μου δίσκος και τραγούδησε η αδελφή μου με το Χρήστο το Νάκο, τον αδελφό του Νάκου, που τραγουδούσε δημοτικά».
Ο Μάτσας ήταν ένας ευγενικός άνθρωπος. Παρακολουθούσε τα τραγού¬δια. Είχε ένα τετράδιο, έγραφε τους τίτλους και βαθμολογούσε αυτά που άκουγε. Βέβαια πρέπει να σου πω ότι έπαθα το τρακ της ζωή μου. Ε! είναι αυτονόητο, γιατί πρώτη φορά έμπαινα στα μέρη αυτά, παιδί ήμουνα. Δεν είχα ξαναπατήσει τα πόδια μου, τότε ήταν δύσκολο κιόλας.
«Ο Περιστέρης καμιά φορά συνηγορούσε, αλλά η τελική κρίση, η από¬φαση ήταν του Μάτσα. Όταν γινόταν ηχογράφηση των τραγουδιών ήταν απαραιτήτως παρών και ο Μάτσας, συμμετείχε στις ηχογραφήσεις. Άκου¬γε, τον έβλεπα που ήταν στο καμαρίνι μέσα, με τον μηχανικό, βέβαια. Μι¬λούσαμε συχνά. Φερόταν ευγενικά ο Μάτσας.
Μια φορά τι έκανα: Επειδή μέρα-παρά μέρα έπαιζα μπουζούκι στις ηχογραφήσεις στο στούντιο. Έπιανα: Ημερομηνία τάδε, τραγούδι τάδε, συν¬θέτης τάδε, εκτέλεση τάδε, τάδε, τάδε, μπουζούκι Καλφόπουλος. Τα έγρα¬φα, πόσα τραγούδια. Και μάζεψα θυμάμαι εβδομήντα δύο τραγούδια και πήγα στο ταμείο και μου λέει η κοπέλα εκεί: «Αχ, τι μου κάνεις κ. Καλφόπουλε, πού να τα βρω τώρα». Της λέω «Γράφω ημερομηνίες». Τέλος πάντων τα βρήκε η γυναίκα. Και μου λέει ο Μάτσας - είχα πάρει τότε κάπου 5.500, πολλά λεφτά - λέει: «Γιατί τ’ αφήνεις έτσι πολύ, κ. Καλφόπουλε; και μπερ¬δεύονται μέσα;» Λέω: «Κύριε Μάτσα άμα τα πάρω θα τα φάω. Λίγα, λίγα τρώγονται, έτσι πολλά, θα πιάσουνε κάποιο τόπο»... »
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη, Ο αινιγματικός κος Μίνως, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα, 2007, σελ. 126-127.
«Η πρώτη γνωριμία έγινε στα γραφεία της Odeon, στη Σταδίου. Πήγα να υπογράψω και όταν με γνώρισε με συμπάθησε τόσο πολύ, που μου είπε: "Τόσο μικρό παιδάκι, τόσο μικρό κοριτσάκι και τραγουδάς τόσο καλά". Ειλικρινά τον αισθάνθηκα σαν πατέρα. Με αγκάλιασε με όλη του την αγά¬πη και τη στοργή και με πρόσεξε πάρα πολύ. Ακόμη, λίγο μετά, πρέπει να πω, ότι στον Μίνω τον Μάτσα οφείλω μια πολύ-πολύ τεράστια επιτυχία μου, όπως είναι τα «Ηλιοβασιλέματα». Και έχει μια ιστορία αυτό το τραγού¬δι. Την ημέρα που πήγαμε να ηχογραφήσουμε στο εργοστάσιο της Colu¬mbia ήταν και ο κ. Μάτσας εκεί, που συνήθως δεν πήγαινε σε όλες τις φωνοληψίες, αλλά ήρθε, με τον Χιώτη βέβαια [είχε πλέον υποστεί το έμφραγμα ο Μίνως Μάτσας]. Ο Χιώτης είχε συμβόλαιο στην Columbia, εγώ στην Odeon. Ούτε εγώ μπορούσα να τραγουδήσω στην Columbia, ούτε ο Χιώτης να είναι στην Odeon. Κρυφά όμως γινόντουσαν όλα. Ήρθε λοιπόν να παίξει και να τραγουδήσει τα «Ηλιοβασιλέματα». Και τότε του είπε ο κ. Μάτσας: Μανώλη μου, κάναμε μία-δύο πρόβες με τη Μαίρη να σου κάνει σεκόντο κι συ πρίμο, αλλά δεν σου πάει το τραγούδι. Δεν πρέπει να ειπωθεί έτσι. Μήπως να το δοκιμάσουμε με τη Μαιρούλα; Λέει λοιπόν ο Χιώτης. Όχι θα το πω εγώ το τραγούδι και η Μαίρη θα πει τα άλλα. Του λέει ο Μάτσας: Ας το δοκιμάσουμε μια φορά με τη Μαιρούλα, δεν χάνουμε τίποτα. Το δοκιμάσαμε το τραγούδι και ξαφνικά βλέπουμε του Μανώλη το πρόσωπο να λάμπει και να χαμογελάει. Τελικά Μίνω έχεις δίκιο, το τραγούδι θα το πει η Μαίρη, έχει μια νοσταλγία που μ’ αρέσει. Και έτσι έκανα τη μεγάλη επιτυχία. Αυτό βέβαια το οφείλω στον αείμνηστο Μάτσα. Αλλά γενικότερα, θυμάμαι ότι δε μου χάλαγε κανένα μου χατίρι. Του έλεγα, κύριε Μάτσα, πρέπει να κάνουμε περισσότερη διαφήμιση σ’ αυτό το τραγούδι. Ό,τι θέλει η Μαίρη μας, απαντούσε. Πραγματικά ήτανε πατέρας, σας λέω, δεν ήταν ο διευθυντής της εταιρείας, ο πρόεδρος της εταιρείας. Για μένα ήταν κάτι άλλο. Ό,τι ήθελα, του έλεγα: Κύριε Μάτσα, να αλλάξουμε τη φωνοληψία επειδή είμαι λίγο βραχνιασμένη, γιατί δούλευα χθες. Και μου έλεγε, ναι κορίτσι μου, ό,τι πεις. Πολύ καλός άνθρωπος. Δηλαδή τι να σας πω, μου έχει μείνει μια πολύ-πολύ καλή και τρυφερή ανάμνηση από τον Μίνω Μάτσα, τον αείμνηστο Μάτσα. Θυμάμαι ακόμη που όταν ζήτησα ν’ αλλάξω εταιρεία και να πάω στην Colu¬mbia που ήταν κι ο Μανώλης, στεναχωρήθηκε. Γιατί μ’ αγαπούσε πάρα πολύ, αλλά είχε και κατανόηση. Πήγε ο Μανώλης και του μίλησε και του είπε: Μίνω μου, ξέρεις ότι πρέπει να έρθει η Μαίρη από ‘κεί, εννοώντας την Colu¬mbia, γιατί αφού είμαστε ζευγάρι και στη ζωή και στην πίστα, δεν μπορεί ο ένας να είναι από ‘δώ κι ο άλλος από ‘κεί. Σε παρακαλώ, άφησε την να φύγει. Κι έτσι μ’ άφησε κι έφυγα. Ήτανε σου λέω καλός άνθρωπος, πολύ καλός άν¬θρωπος. Είχε πολλή κατανόηση με τους καλλιτέχνες και με όλους τους αν¬θρώπους. Δεν ξέρω αν σήμερα υπάρχουν άνθρωποι στο χώρο, που λει¬τουργούν έτσι.
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη, Ο αινιγματικός κος Μίνως, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα, 2007, σελ. 152-153.
Όσο για τη γνωριμία μου με το Μάτσα, θα σου πω τα εξής: Πήγαμε στο γραφείο, είχε ένα μικρό γραφειάκι στο πατάρι της «Αττικής Αγοράς» του Μπενβενίστε. Ένας πολύ καλός άνθρωπος, κι αν θες για να προλογίσω για τον Μάτσα: Αν δεν υπήρχε ο Μάτσας δε θα υπήρχε λαϊκό τραγούδι. Τέρμα, αυτό το λέω εγώ. Δεν πρόλαβε να το πει κανένας, το λέω εγώ. Εάν δεν υπήρχε ο Μίνως Μάτσας, δεν θα υπήρχε λαϊκό τραγούδι. Εμένα μ’ αγάπη¬σε ο Μάτσας επειδή ήμουν αμίλητος, ντροπαλός, σοβαρός. Έτσι έπαιρνα τα πράγματα εκείνη την εποχή. Ήταν και το στοιχείο μου, ό,τι τραγούδια έλεγα ήτανε σουξέ. Ό,τι έλεγα από τον Καπλάνη, τον Μπακάλη, τον Περιστέρη. Εν πάσει περιπτώσει εμένα ο Μάτσας μου φέρθηκε σαν πατέρας. Μ’ έπιασε, με δασκάλεψε, μου λέει: - Άκου ‘δώ, εσύ είσαι παιδί. Όλοι πέ¬ρασαν κι έφυγαν από ’δώ. Και θα περάσουν πολλοί σαν κι εσένα. Είχε βγει και μια βρώμα ότι ο Μπίνης τα ‘παιζε, άλογα, μπαρμπούτια, έπινε, φουμάριζε τα ‘χανε όλα! Είχε και τους «ρουφιάνους του» και τα μάθαινε. Ε, και για να με σώσει μου άνοιξε μια θυρίδα πιο πάνω από την «Αττική αγορά» που είναι η Εθνική Τράπεζα. Μου άνοιξε ένα βιβλιάριο. Αλλά ο τζόγος είν’ η μεγαλύτερη αρρώστια.
Ε, και πήγα στο Μάτσα, του είπα να μου δώσει το βιβλιάριο. Ήτανε μέσα πολλά τα λεφτά! Εκείνο τον καιρό έπαιρνες ένα σπίτι. Ήτανε καμιά εικοσαριά χιλιάδες. Γιατί τότε έπαιρνα το ανώτατο όριο (αμοιβής) που ήταν 16 δίσκοι από 30 δραχμές κάνουν 480 δραχμές το δίσκο. Τα ίδια έπαιρνε και η Μπέλλου. Το ίδιο μου είπε ότι έπαιρνε και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Είχε και αυτός τότε πολλά σουξέ, τεράστια σουξέ. Πήγα και τα πήρα τα λεφτά απ’ τον Μάτσα και του λέω: «Κύριε Μίνω, έχω ανάγκη.» «Τι ανάγκη έχεις, για τα άλογα;», μου λέει. «Του λέω, δεν ξέρω...» και μα¬σάω τα λόγια μου. Ε, κι οπότε σώπασε λιγάκι και μου τα ‘δωσε. Ε, πήρα τα λεφτά, τα πήρα όλα. Τον είδα που βάρυνε λιγάκι ο Μάτσας. Στεναχωρέθηκε για μένα. Ήταν βλέπεις κακιά πράξη αυτή που έκανα. Αμ’ το μυαλό μου δεν έκοβε! Στενοχωρέθηκε πολύ. Ήθελε να με κάνει άνθρωπο. Σου λέ¬ει: «Θα περάσεις! Ήλθον, είδον και απήλθον απ’ εδώ όλοι. Κι εσύ θα κά¬τσεις 2-3-5-10-20 χρόνια, μετά τέρμα. Λοιπόν, ό,τι φτιάξεις τώρα.» Μου φέρθηκε σου λέω σαν πατέρας. Τι άλλο να σου πω λοιπόν για τον Μάτσα. Ήταν ένας χρυσός άνθρωπος».
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη, Ο αινιγματικός κος Μίνως, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα, 2007, σελ. 139.
«Όταν πήγα στον Μάτσα με υποδέχτηκε με λατρεία. Δημιουργήσαμε σχέ¬σεις εγκαρδιότατες. Είμαστε πολύ στενοί φίλοι. Με εκτιμούσε και αυτός και η εξαίρετη γυναίκα του. Θυμάμαι που ερχόντουσαν να μ’ ακούσουν όπου τραγουδούσα, τότε στην αρχή στην Κηφισιά και αλλού. Αλλά και μετά στη «Μάντρα του Μουσείου». Έγραφε κι ο ίδιος στίχους και είπα μερικά δικά του τραγούδια. Και πρέπει να σας πω ότι πληρωνόμουν πολύ καλύτερα στον Μάτσα, αφού ξεκίνησα με χίλιες δραχμές το τραγούδι, πολλά λεφτά τότε και έφτασα, στις μεγάλες μου δόξες (!) μέχρι και τις πέντε χιλιάδες. Βλέπετε ήμουν πολύ εμπορικός τραγουδιστής.»
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη, Ο αινιγματικός κος Μίνως, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα, 2007, σελ. 61.
Με συγκίνηση θυμάμαι, πάντοτε, τον Μίνω Μάτσα. Ήταν ένα γλυκομίλητος άνθρωπος που δεν του άρεσε η προβολή και η επίδειξη. Σεμνός, αθόρυβος, έπιανε δουλειά στα γραφεία της εταιρείας, στην οδό Σταδίου, από πολύ νωρίς και είχε μερικούς συνεργάτες για τους οποίους έδινε την ψυχή του. Τους εμπιστευόταν τυφλά, έπαιρνε τη γνώμη τους, τους διευκόλυνε σε κάθε δύσκολη στιγμή τους.
Το πιο εντυπωσιακό, στην περίπτωση του Μίνωα Μάτσα είναι, ότι ενώ είχε γράψει σπουδαίους στίχους για λαϊκά τραγούδια ουδέποτε μου είχε πει κάτι σχετικό. Θυμάμαι όμως, όποτε διάβαζε στίχους μου, που θα ηχογραφούσαμε στην εταιρεία του, με τον Λοΐζο, κατά κανόνα, να κάνει μια γκριμάτσα επιδοκιμασίας, αλλά και να μου λέει: Αν αλλάξεις την τάδε λέξη και βάλεις μια άλλη, πιο λαϊκή το τραγούδι σου θα γίνει καλύτερο.»
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη, Ο αινιγματικός κος Μίνως, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα, 2007, σελ. 11.
«Στο Μάτσα δεν γινόντουσαν αυτά [εννοεί τις ταλαιπωρίες που υπέστη ο Μάρκος στη Columbia]. Αυτός ήτανε καταδεχτικός άνθρω¬πος, πιο καλός χαρακτήρας. Και πιο έξυπνος, τετραπέρατος. Αυτός μυρι¬ζότανε το σουξέ χιλιόμετρα μακριά! Και μπορούσες να κάτσεις και να κουβεντιάσεις μαζί του σαν άνθρωπος. Εγώ όλα τα προπολεμικά μου κομ¬μάτια, τις μεγαλύτερες επιτυχίες μου, τις έχω στην Odeon. Τα πιο πολλά. Δεν άφηνε εύκολα άνθρωπο να φύγει από την εταιρεία. Εβραίος ήτανε ο Μάτσας.
Τώρα τελευταία πέθανε. [Εννοεί το 1970]. Πολλές φορές έμεινε στο σπίτι μου εδώ στις Τζιτζιφιές, στην Κατοχή για να γλυτώσει από τους Γερμανούς. Η μάνα μου τον έκρυβε. Και ο Περιστέρης τον έκρυβε με κίνδυνο της ζωής του. Γι’ αυτό κι ο Μάτσας δεν τον άφησε ποτέ από κοντά του.
Δεν ήταν μόνο, λοιπόν, η κατακραυγή του κόσμου, που έκανε τις εται¬ρείες να διστάζουν να κάνουν δίσκο με μπουζούκι. Ήτανε και οι άλλες χα¬μούρες, οι συνθέτες των ελαφρών τραγουδιών, των Ευρωπαϊκών. Όχι όλοι αλλά οι πιο πολλοί. Εκβιάζανε, όπως έμαθα μετά από τον Περιστέρη και τον Σαλονικιό, τις εταιρείες ότι άμα κάνουνε δίσκο με μπουζούκια, αυτοί δεν ξαναγραμμοφωνούν τραγούδια! Τα θεωρούσανε αλήτικα, κατώτερης στάθμης. Και δόστου εκβιασμούς και σαμποτάζ στις εταιρείες. Ήτανε πολ¬λοί που αντιδρούσαν σε κάτι τέτοιο. Ο Σακελλαρίδης, ο Μάστορας, ο Γιαννίδης και ο Σαββίδης, που μετά το αρνιότανε σε μένα. Το αρνιότανε ο Σαβ¬βίδης, γιατί είχε τ’ αγγούρια κι έτρεχε. Δεν έκανε επιτυχίες. Τέρμα τα δίφραγκα, που λένε! Ενώ ο συχωρεμένος ο Γούναρης μας είχε κατατοπίσει για το τι γίνεται με αυτούς στις εταιρείες.
Μια φορά ο γέρο Μάτσας είχε πιάσει καυγά με τον Χατζηαποστόλου γιατί είχε βάλει ο Μάτσας που είχε την Odeon τους μπουζουξήδες και κά¬νουν δίσκους. Έλεγε ο Χατζηαποστόλου συνέχεια: «αυτοί οι χασικλήδες, οι αλήτες».
Από το βιβλίο Ντόμπρα και σταράτα, επιμέλεια Κώστα Χατζηδουλή, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1981, σελ. 45.
«Πάντα τη¬ρούσε το λόγο του, τίμιος, ευθύς, ήρεμος. Ποτέ δεν τον είδα θυμωμένο. Είχε την πρωτοβουλία στις επιλογές του ρεπερτορίου.
Είχα συνδεθεί πάρα πολύ με τον Μίνω Μάτσα και τον έβλεπα σαν δεύ¬τερο πατέρα μου. Με στήριξε σε κάθε περίπτωση. Το 1940 κατατάχθηκα για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία και μας βρήκε ο πόλεμος. Με στήριξε οικονομικά σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, αφού κάθε μήνα έπαιρνα επιταγή για να μην έχω κανένα πρόβλημα. Ήμουν τόσο συγκινη¬μένος, που σε κάποια κάρτα που του έστειλα του έγραψα: Αγαπημένε μου «πατέρα», αν κάποια φάλτσα σφαίρα του εχθρού δεν με ρίξει για πάντα στο χώμα, σου υπόσχομαι ότι όταν τελειώσει ο πόλεμος θα σου τραγουδή¬σω όσα τραγούδια χρειαστεί για να σου ανταποδώσω την μεγάλη υποχρέω-ση που νιώθω για σένα».
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη, Ο αινιγματικός κος Μίνως, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα, 2007, σελ. 91-92.
«Γιατί μετά τα τέσσερα που τραγούδησα στο «σκυλάκι» [εννοεί την εταιρεία His Master’s Voice με το γνωστό σήμα στους δίσκους της] γύρισα στην Columbia και μου λέει ο Τούντας που ’τανε και μαΐστρος της:
- Κωστάκη δεν πας στην Odeon να περνάμε κι εκεί κανά τραγουδάκι;
Γύρισα το λοιπόν στην Columbia τους «Γιαγιάδες» και τον άκουσα και πήγα στην Odeon. Στο κάτω κάτω της γραφής του χρώσταγα, αφού με είχε βοηθήσει• δεν ήμουνα κι αχάριστος.
Στην Odeon πήγα κατά το τέλος του 1931 αρχές του 1932 και από τότε είμαι εκεί τον περισσότερο καιρό. Αφεντικό ήτανε ο Μίνως Μάτσας και μαΐστρος της ο Περιστέρης.
Ο γέρος Μίνως για μας τους παλιούς και για μένα και για τους άλλους έχει κάνει πολλά - μας βοήθησε όλους».
Από το βιβλίο Κώστας Ρούκουνας. Ένας Ρεμπέτης των Τάσου Σχορέλη και Μίμη Οικονομίδη, Αθήνα 1974.
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα κατάθεση για την οικονομική συμπεριφορά του Μίνου Μάτσα και τις σχέσεις του με τους συνεργάτες του, έχουμε από τον Χάρη Τσακμασιάν, ο οποίος άρχισε να εργάζεται στη «Μίνως Μά¬τσας και υιός» στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
«Μου έκανε εντύπωση ότι ενώ ο νόμος υποχρέωνε τις επιχειρήσεις να δίνουν το δώρο των Χριστουγέννων και του Πάσχα, δηλαδή ένα και μισό μισθό αντιστοίχως, ο Μίνως μάς έδινε διπλό δώρο τα Χριστούγεννα και ένα μισθό, δώρο το Πάσχα. Πρέπει να ήταν η μοναδική εταιρεία στην Ελλάδα που «παραβίαζε» την εργατική νομοθεσία σε όφελος των εργαζομένων».
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη, Ο αινιγματικός κος Μίνως, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα, 2007, σελ. 149.
«Ε, ναι, ο Μίνως ήταν ένας άνθρωπος σταθερός, καλόκαρδος, ανοιχτό¬καρδος, ευθύς. Ό,τι έλεγε ήταν συμβόλαιο. Δεν υπήρχε τρόπος να αλλοιώ¬σει τις υποσχέσεις του κι έτσι εγώ μαζί του πέρασα πάρα πολύ καλές στιγμές και λυπήθηκα όταν έφυγε. Με τον Μάτσα γνωριστήκαμε το 1948. Δηλαδή μετά από τον πόλεμο, που άρχισε να κινείται η χώρα.
Τότε είχα μια ορχήστρα στην ταβέρνα του «Καράμπελα», στην Πλατεία Αττικής και εκείνη την εποχή έτυχε να γράψω τον «Παππά». Ο «Παππάς» ήτανε για πλάκα δική μας. Η ορχήστρα έπαιζε τον «Παππά» κι έτυχε το βράδυ που τραγουδούσαμε κι ήταν ο Μάτσας με μια μεγάλη παρέα και το άκουσε και μου κάνει νόημα αύριο έλα στο ...πατάρι. Βέβαια ήξερα. Ήξερα ποιος είναι, αλλά δεν είχαμε ξαναμιλήσει. Όχι, δεν είχαμε πάρε-δώσε μέχρι τότε. Και το τραγούδι το πήγα την άλλη μέρα κι ήταν ο Σπύρος ο Περιστέρης στο μικρό δωματιάκι με το πιάνο. Ήταν εκεί ο Μπενβενίστε ο Βιτάλ, ο πατέ¬ρας του Ιακωβίδη, ναι, και ήταν μικρό, τόσο δα ένα καμαράκι και ανέβαινες σε μια σκάλα για να μπορέσεις να κουνηθείς. Λοιπόν, πήγα, το άκουσε ο Περιστέρης, του λέει ο Μάτσας «μμμ...». Έτσι κι έτσι δηλαδή. Έτσι κι έτσι.
Το πήγα το τραγούδι, πήγα τις παρτιτούρες, πήγα τα λόγια και μπήκε στο ράφι για κανά εξάμηνο.
Δε βγήκε, πάει. Τώρα το ποιος φταίει. Δε νομίζω να φταίει ο Μάτσας. Εν πάσει περιπτώσει, σε κάποια στιγμή μου τηλεφωνεί ο Περιστέρης και μου λέει έλα στο γραφείο. Ε! Εντάξει πήγα στο γραφείο. Το βάλαμε το τρα¬γούδι, το είπε ο Τάκης ο Μπίνης. Δεν το προχωρήσανε το τραγούδι. Ούτε ακούστηκε καθόλου [Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δισκογραφία το τραγούδι είχε τίτλο Οι παπατζήδες και κυκλοφόρησε στις αρχές του 1951 (Parlophone B 74253) με τον Τάκη Μπίνη και το Ντούο Χάρμα].
Και μετά ένα εξάμηνο πάλι, άρχισε και ακουγόταν. Και σε κάποια στιγμή, οι πρέσες της Columbia ήτανε πέντε, με το χέρι, χειροκίνητες, και επί τέσσε¬ρις εβδομάδες, ίσως και παραπάνω, οι πρέσες τύπωναν τον "Παππά"».
«Η συνεργασία μου με τον Μάτσα ήταν πολύ καλή! Πολύ καλή! Άνετη! Άνετη! Γιατί ο Μίνως, ήταν χρυσός άν¬θρωπος και δεν ξέρω αν αυτό παίζει ρόλο, το γεγονός δηλαδή ότι ο Μίνως, όταν ήταν οι Γερμανοί εδώ, εμένα ο συγχωρεμένος ο κουνιάδος μου ήταν υπασπιστής του Βελουχιώτη και όταν μπήκαν οι Γερμανοί μέσα να πιά¬σουν τους Εβραίους τους πήρε έξι μήνες στο βουνό και ίσως από ‘κεί μου φερόταν τόσο καλά, αλλά δε νομίζω. Ο χαρακτήρας φαίνεται ήταν τέτοιος, γιατί σε όλους φερόταν έτσι, όπως μάθαινα. Ήταν καλός άνθρωπος, πολύ καλός. Ήταν γλύκα, μέλι...!»
Από το βιβλίο του Παναγιώτη Κουνάδη, Ο αινιγματικός κος Μίνως, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα, 2007, σελ. 127-128.