Γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι παντρεμένος με τη Ζαφειρία Νάχμαν και έχει δύο παιδιά: τη Μαργαρίτα και τον Μίνω.
Ο Μάκης Μάτσας γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια εύπορη, θα λέγαμε, πλούσια οικογένεια. Ένα ξαφνικό, όμως, γεγονός κατέστρεψε οικονομικά την οικογένειά του κι έτσι ο πατέρας του, Μίνως Μάτσας, αναγκάστηκε να ξεκινήσει από το μηδέν.
Άνοιξε ένα μικρό κατάστημα υφασμάτων με τον πεθερό του, παλιό υφασματέμπορο, ενώ φρόντισε μαζί με τους παλαιούς του συνεταίρους, να επαναδραστηριοποιήσει τη δισκογραφική εταιρεία Odeon-Parlophone. Παράλληλα, έγραφε όπως πάντα στίχους για τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν μεγάλες επιτυχίες, με «ναυαρχίδες» το Μινόρε της Αυγής, Τον Αντώνη το βαρκάρη το Σερέτη, και πολλά άλλα.
Δίνει εξετάσεις στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών και εισάγεται ανάμεσα στους πρώτους. Ολοκληρώνει τις σπουδές του στα οικονομικά, στην Αθήνα και στο Παρίσι.
Δάσκαλος στη ζωή του στάθηκε ο πατέρας του. Από πολύ μικρός, παρακολουθώντας τον στο στούντιο πώς δούλευε, έμαθε πολλά πράγματα. Έμαθε ότι η επιτυχία εξαρτάται συχνά από μια λεπτομέρεια, παραδείγματος χάριν, μία λέξη σε ένα στίχο, την οποία λεπτομέρεια πρέπει να έχει κανείς την ικανότητα να την συλλάβει και να την αξιοποιήσει.
Το 1960 η δισκογραφική εταιρεία του πατέρα του και των δώδεκα συνεταίρων του, η οποία εν τω μεταξύ είχε επαναδραστηριοποιηθεί, αρχίζει πάλι να έχει σοβαρά προβλήματα. Τα χρέη ήταν τόσα, ώστε το εργοστάσιο της παραγωγής δίσκων Columbia αρνούνταν πλέον να συνεχίσει να παραδίδει δίσκους στη χρεωμένη Odeon
Ο Μίνως Μάτσας απογοητευμένος πλέον από τη δισκογραφία θέλει να την εγκαταλείψει αλλά ο Μάκης Μάτσας επιμένει να μην παρατήσουν την δισκογραφία. Βγαίνει μπροστά, διαπραγματεύεται και συμφωνεί με τους διευθυντές της αγγλικής εταιρείας Columbia, να του ξαναπαραδώσουν δίσκους, αναλαμβάνοντας ο ίδιος μαζί με τον πατέρα του τα χρέη της Odeon και των υπολοίπων 12 συνεταίρων, τα οποία και εξοφλούνται μέσα σε δύο χρόνια. Έτσι έναν Oκτώβριο γεννήθηκε η εταιρεία «Μίνως Μάτσας και Υιός» και άρχισε ένας γιγάντιος αγώνας ανάκαμψης και ανασυγκρότησης.
Στη μακρά επαγγελματική του πορεία, ο Μάκης Μάτσας έχει ανακαλύψει και έχει στηρίξει τα πρώτα βήματα και την καριέρα μια νέας σπουδαίας γενιάς ελλήνων καλλιτεχνών, που σημάδεψαν την δισκογραφία. Δεν υπάρχει σημαντικός έλληνας τραγουδιστής ή συνθέτης, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, (με σημαντικότερη την περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου με τον οποίον όμως δημιούργησαν μαζί τον δίσκο-σταθμό «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι») που να μην ανακαλύφτηκε από τον Μάκη Μάτσα, να μην αξιοποιήθηκε από αυτόν και να μην συνεργάστηκε κατ’ αποκλειστικότητα μαζί του. Ο Γιάννης Καλατζής, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Γιάννης Πάριος, η Χαρούλα Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Άννα Βίσση και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας είναι μόνο μερικοί από αυτούς.
Το 1990 ο Μάκης Μάτσας έχοντας φτάσει τη δισκογραφική εταιρία του στην κορυφή, δέχεται την πρόταση της μεγάλης ανταγωνίστριας του, της ΕΜΙ, να συνεταιριστούν. Αυτό γίνεται τον Οκτώβριο του 1990. Η εταιρεία μετονομάζεται σε ‘MINOS-EMI” ενώ η ΕΜΙ αποφασίζει και κλείνει όλες τις δικές της εγκαταστάσεις. Ο Μάκης Μάτσας αναλαμβάνει Πρόεδρος και Γενικός Διευθυντής όλου του δισκογραφικού συγκροτήματος.
Το 2003, μετά από παραγωγικούς αγώνες πολλών ετών ο Μάκης Μάτσας αποφασίζει να παραιτηθεί από την καθημερινή διεύθυνση των εργασιών της εταιρίας οπότε τη διεύθυνση αναλαμβάνει η τρίτη γενιά της οικογένειας, η Μαργαρίτα Μάτσα-Φραγκογιάννη, κόρη του Μάκη Μάτσα η οποία ήδη εργαζόταν ως δικηγόρος στην εταιρία. Ο ίδιος παραμένει Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου.
Η σκληρή δουλειά, το ταλέντο και η διαίσθηση δύο γενεών ξεκινώντας από τον Μίνω Μάτσα το 1930 και συνεχίζοντας με τον Μάκη Μάτσα, περνάει πλέον στην τρίτη γενιά στην κόρη του Μαργαρίτα. Έτσι τρείς γενιές υπηρετούν πλέον επί περίπου 80 χρόνια το τραγούδι, με σταθερή επαγγελματική επιτυχία και φτάνοντας στην πρώτη θέση στο χώρο της ελληνικής δισκογραφίας τα χρόνια της διεύθυνσης της εταιρίας από το Μάκη Μάτσα.
Πληθώρα άρθρων και συνεντεύξεων, σχετικών με την ιστορία, την πορεία και τις προσωπικές επιτυχίες του Μάκη Μάτσα, έχουν δημοσιευτεί στον ελληνικό και ξένο Τύπο και σε έγκριτα ελληνικά και διεθνή περιοδικά.
Ο Μάκης Μάτσας, διακεκριμένο μέλος της κοινότητας των Ισραηλιτών της Ελλάδας, υπήρξε από τους ιδρυτές του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδας, του οποίου σήμερα είναι πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου.
Διετέλεσε, επί δεκαπέντε χρόνια, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Φωνογραφικής Βιομηχανίας στην Ελλάδα με τεράστια προσφορά στον κλάδο. Σήμερα είναι επίτιμος πρόεδρος της Ομοσπονδίας αυτής. Είναι, επίσης, αρωγός οργανισμών μουσικής όπως η Ορχήστρα των Χρωμάτων, η Ακαδημία Λυρικής Τέχνης «Μαρία Κάλλας» κ.ά
Το όραμα του Μάκη Μάτσα σήμερα είναι η Ίδρυση του Ιδρύματος «Μίνως Μάτσας» και η δημιουργία του Μουσείου Ελληνικής Δισκογραφίας στο διατηρητέο Ιστορικό κτίριο της Columbia στο Περισσό. Σχέδια τα οποία άρχισε να τα υλοποιεί και για τα οποία εργάζεται εντατικά.
«Πάει, τελείωσε ο δίσκος. Μέχρι εδώ ήταν η ζωή του. Το μέλλον ανήκει στο μαγνητόφωνο» έλεγε ο πατέρας μου Μίνως στα μέσα της δεκαετίας του '60. Βέβαια εγώ, νεαρός τότε, πηγαίνοντας σε διάφορες νεανικές συγκεντρώσεις έβλεπα ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να πεθάνει ο δίσκος, για τον εξής απλό λόγο: όταν θέλαμε να ακούσουμε ένα τραγούδι, ώσπου να το βρούμε στην μπομπίνα, μπρος-πίσω, που βρίσκεται το τραγούδι που θέλουμε, χάναμε το κέφι μας κι εκεί τελείωνε και η επιθυμία για το τραγούδι. Αντίθετα με το δίσκο, το τραγούδι που ήθελες το έβρισκες αμέσως, το έβαζες στο πικάπ, και έκανες το κέφι σου, είτε αυτό ήταν να χορέψεις, είτε να τραγουδήσεις. Έλεγα, λοιπόν, στον πατέρα μου: «Μην ανησυχείς πατέρα. Δεν υπάρχει περίπτωση να πεθάνει ο δίσκος. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση». Εκείνος, με κοίταζε με αμφιβολία, κι έτσι, απογοητευμένος , προβληματισμένος, αλλά κυρίως κουρασμένος, αποτραβιόταν όλο και περισσότερο απ’ τη δουλειά του δίσκου.
Εν τω μεταξύ, και οι σχέσεις του με τους συνεταίρους του δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Ο Ζακ Ιακωβίδης γιός του Βιτάλ Μπενβενίστε ενός εκ των συνεταίρων του πατέρα μου ήταν –και παραμένει βέβαια– ένας πολύ προικισμένος συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Του άρεσαν οι μεγάλες ορχήστρες, ήταν τελειομανής, γνώριζε όσο λίγοι τα μυστικά του ήχου.΄Ετσι λόγω των ικανοτήτων του αλλά και λόγω και του συγγενικού του δεσμού δέσποζε μέσα στην Odeon με αποτέλεσμα οι περισσότεροι συνθέτες και ενορχηστρωτές να αποτραβηχτούν από την εταιρεία και να λεν στον πατέρα μου: «Εμείς τι να κάνουμε στην Odeon; Έχετε τον Ιακωβίδη». Θυμάμαι, σαν να ’ναι τώρα, είχαμε συναντήσει στην Ομόνοια τον Μιχάλη Σουγιούλ, και του λέει ο πατέρας μου: «Βρε Μιχάλη, τι γίνεται; Χάθηκες». «Τι να ’ρθω, βρε Μίνω, να κάνω σε σας; Εσείς έχετε τον Ιακωβίδη», απάντησε εκείνος πειραγμένος. Από τη μια λοιπόν ο πατέρας μου, με την ασθένειά του και την απογοήτευσή του, και από την άλλη η απομόνωση και ο αποκλεισμός της εταιρείας από τους υπόλοιπους συνθέτες, τα πράγματα είχαν αρχίσει να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Αντίθετα, στο «απέναντι στρατόπεδο», στην Columbia, εκείνη την εποχή είχε γίνει γενική ανανέωση. Ο Θεμιστοκλής Λαμπρόπουλος και ο πατέρας Μηλιόπουλος, που στην ουσία διηύθυναν την Κολούμπια, είχαν αποσυρθεί. Νέο αίμα είχε αναλάβει τη διοίκηση. Γενικός διευθυντής ήταν ο ανιψιός του Θεμιστοκλή, ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, και επί των ηχογραφήσεων ο Διονύσης Μηλιόπουλος, γιος του περίφημου Νίκανδρου. Ο νέος άρχοντας της Columbia, ο Τάκης Β., ήταν πολύ ταλαντούχος άνθρωπος. Γνώριζε τη δουλειά, και με πολύ κέφι άρχισε να σχεδιάζει την ανασυγκρότηση της εταιρείας. Έχοντας μαζέψει όλους τους καλούς της Odeon συνθέτες και τους πιο εμπορικούς τραγουδιστές, ετοιμαζόταν για τη μεγάλη εξόρμηση. Ετοιμαζόταν, μάλιστα, να βγάλει και τους πρώτους δίσκους του άγνωστου, τότε, στην Ελλάδα Μίκη Θεοδωράκη, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι.
Παράλληλα ο Αλέκος Πατσιφάς ένας άλλος ταλαντούχος ιδιαίτερα μορφωμένος αλλά και ιδιαίτερα ιδιόρρυθμος παράγοντας της εποχής πριν από μερικά χρόνια είχε ιδρύσει τη δισκογραφική εταιρία Fidelity, με συνεργάτες τον Μάνο Χατζιδάκι, τη Μούσχουρη, την οποία στην ουσία είχε «κλέψει» από τον πατέρα μου με τον οποίο είχε συμβόλαιο, αλλά και την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η ομάδα αυτή του Πατσιφά ήταν μια καινούργια για την εποχή άποψη, που δημιούργησε ένα φρέσκο μουσικό ρεύμα, με τεράστιες πωλήσεις, που είχαν αφήσει πίσω τις άλλες δύο μεγάλες εταιρείες.
Κι ενώ η Columbia ετοίμαζε την αντεπίθεσή της, η Odeon, όλο και περισσότερο απομονωμένη και συρρικνωμένη, γύρω στο 1960 είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει πλέον σοβαρά οικονομικά προβλήματα, φτάνοντας στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Δεν μπορούσε να πληρώνει πλέον τα γραμμάτιά της στο εργοστάσιο, της Columbia κι αυτή με τη σειρά της σταμάτησε την παράδοση δίσκων, όχι μόνο στην Odeon, αλλά και στην Parlophone. Αυτό, βέβαια, έδωσε το έναυσμα στη δική μου ενεργοποίηση. Την εποχή εκείνη εγώ είχα πάρει το πτυχίο μου από την ΑΣΟΕΕ, (το σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο) τελείωνα τη θητεία μου στο Ναυτικό, και αναζητούσα τον επαγγελματικό προσανατολισμό μου.
Μόλις το εργοστάσιο Columbia σταμάτησε να παραδίδει δίσκους και στις δυο εταιρείες, λίγες μέρες μόνο ήταν αρκετές για να αδειάσει η αγορά και τα καταστήματα από τους δίσκους μας. Οι ελλείψεις ήταν τεράστιες. Οι καλλιτέχνες άρχισαν να διαμαρτύρονται και να απειλούν ότι θα καταγγείλουν τα συμβόλαιά τους. Ο ανταγωνισμός του Λαμπρόπουλου, αλλά και του καινούργιου «παίκτη» στο χώρο της δισκογραφίας, του Αλέκου Πατσιφά, ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστούν.
Εγώ, σιωπηλός, έβλεπα τον πατέρα μου να βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο, να μην μπορεί να αντιδράσει. Είχε αδικηθεί, βέβαια, από τους διευθύνοντες το εργοστάσιο της Columbia, γιατί η Parlophone δεν χρωστούσε δεκάρα, αλλά απλά είχε παρασυρθεί από την καταιγίδα της αδελφής εταιρίας Odeon. Από την άλλη, ένιωθα μέρα με τη μέρα το πάθος μου γι’ αυτή τη δουλειά να φουντώνει, μια δύναμη να μου ατσαλώνει τη θέληση. Πέρναγα ολόκληρα βράδια οραματιζόμενος ότι έπαιρνα εγώ την πρωτοβουλία να ανασυγκροτήσω τις δυο εταιρείες, κι ότι εγώ αναλάμβανα μόνος μου τον αγώνα και όλα τα χρέη. Την επομένη όμως, απογοητευμένος και σκεπτικός, διερωτόμουν μήπως ήμουν ένας μικρός Δον Κιχώτης, μήπως είχα χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας. Τι θα μπορούσα να κάνω εγώ με τόσα χρέη, όταν στην τσέπη μου δεν είχα πάνω από 100 δραχμές χαρτζιλίκι για να περάσω τη βδομάδα μου;
Ξόδεψα αρκετά βράδια με αυτές τις σκέψεις, χωρίς να μπορώ να κλείσω μάτι. Η ιδέα ότι ο πατέρας μου θα μπορούσε, μετά την απειλούμενη κατάρρευση, να μου ζητήσει να πάω να δουλέψω στο υφασματάδικο που είχε με τον πεθερό του, με τρέλαινε. Η μυρωδιά της ναφθαλίνης των υφασμάτων ακόμα και σήμερα με αρρωσταίνει. Βέβαια, είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσα να πάω να εργαστώ σε μια τράπεζα, ή να συνεχίσω τις σπουδές μου και να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα. Η ιδέα, όμως, ότι μετά το όνειρο της Ιατρικής ένα ακόμα όνειρο, αυτό της δισκογραφίας, ναυαγούσε, με πεισμάτωνε.
Έτσι, αποφάσισα ένα απόγευμα να μιλήσω στον πατέρα μου. Τηλεφώνησα στον κατοπινό κουμπάρο μου και οικογενειακό μας φίλο, τον Γεράσιμο Κλουβάτο, και κανόνισα να φάμε όλοι μαζί σ’ ένα ταβερνάκι στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας . Εκεί λοιπόν, τους ανακοίνωσα την απόφασή μου να δώσω τη μάχη για την εταιρεία.
«Πατέρα», του είπα. «Θέλω να με βοηθήσεις να συνεχίσω. Δείξε μου λίγη εμπιστοσύνη. Εσύ προσωπικά δεν χρωστάς τίποτα στην Columbia. Η Parlophone είναι πεντακάθαρη. Θα πάω στο εργοστάσιο θα τους μιλήσω και έχω τη διαίσθηση ότι κάτι θα πετύχω. Θα τους πω ότι εγώ θέλω να συνεχίσω».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Odeon χρωστούσε τότε περισσότερα από 2.000.000 δραχμές (σε σημερινά χρήματα, περίπου 2 δισ. δραχμές).
Ο πατέρας μου ακούγοντας τα λόγια μου αυτά χαμήλωσε το κεφάλι. Ήταν σαν να ήθελε να συμφωνήσει. Ποτέ όμως δεν άκουσα από το στόμα του τη λέξη «Προχώρα. Σου έχω εμπιστοσύνη».
Την επομένη τηλεφώνησα στην Columbia και ζήτησα ραντεβού με τον γενικό διευθυντή, τον Βασίλη Τουμπακάρη. Ο Τουμπακάρης ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος, κοντός, μικροκαμωμένος, με κάποιο πρόβλημα στο δεξί του χέρι, που πάντα το είχε δεμένο. Τα μάτια του ήταν μικρά, το κοφτερό βλέμμα του σε διαπερνούσε, σαν να ήθελε να σε ακτινογραφήσει. Ήξερα από τον πατέρα μου ότι ο Τουμπακάρης είχε ξεκινήσει την καριέρα του από κλητήρας. Με σκληρή δουλειά και ατσάλινη θέληση σπούδασε, και τελικά έφτασε στο σημείο να διαφεντεύει το εργοστάσιο, μαζί με τον άγγλο διευθυντή, τον Robert Mackenzie. Σε δύο μέρες το ραντεβού είχε κλειστεί και βρισκόμουν στο γραφείο του Τουμπακάρη, ντυμένος με σκούρο κουστούμι και σκούρα γραβάτα, για να δείχνω όσο μπορούσα πιο μεγάλος σε ηλικία.
«Ακούστε, κύριε Τουμπακάρη», του είπα. «Ξέρω ότι είστε ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος και θέλω να με βοηθήσετε κι εμένα να δημιουργηθώ. Είμαι βέβαιος ότι κι εγώ, με τη σειρά μου, θα μπορέσω να σας βοηθήσω να λύσετε τα προβλήματα που έχετε με την Odeon. Ο πατέρας μου κι εγώ δεν σας χρωστάμε ούτε μία δεκάρα. Είμαστε, ωστόσο, διατεθειμένοι να αναλάβουμε εμείς όλα τα χρέη και να σας εξοφλήσουμε, αρκεί να μας εμπιστευθείτε. Αρχίστε να μας παραδίδετε ξανά δίσκους. Σε κάθε δίσκο που θα μας παραδίδετε θα μας χρεώνετε 3 δραχμές περισσότερο, πάνω από την κανονική τιμή, ώστε σε δύο, το πολύ τρία, χρόνια να έχετε εισπράξει όλα τα χρήματά σας. Αν με βοηθήσετε λοιπόν, θα μπορέσω κι εγώ να σας βοηθήσω να εισπράξετε τα χρήματά σας και να μη χάσετε δεκάρα».
Ο Τουμπακάρης με παρακολουθούσε προσεκτικά όση ώρα μιλούσα, με ανέκφραστο βλέμμα. Εγώ, όμως, στο βάθος της ματιάς του έβλεπα κάποιο φως ελπίδας, κάποια καλή διάθεση. Αισθανόμουν το στόμα μου να έχει στεγνώσει από την αγωνία. Σε μια στιγμή, ο Τουμπακάρης σηκώνεται από το γραφείο του και, με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου, σαν προβολείς ανάκρισης, μου λέει: «Αύριο το μεσημέρι στις 12 θα τα ξαναπούμε. Σ’ ευχαριστώ για την επίσκεψή σου και δώσε πολλούς χαιρετισμούς στον πατέρα σου». Μου έκανε εντύπωση ότι με συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα.
Την επομένη, στις 12 ακριβώς, χτυπούσα ξανά την πόρτα του γραφείου του. Μόλις μπήκα σηκώθηκε από το γραφείο του και καθίσαμε στον καναπέ. «Χτες, παιδί μου, δεν σου κρύβω ότι με εντυπωσίασε το πάθος με το οποίο μίλησες», μου είπε. «Κουβέντιασα με τον Mackenzie και με το Λονδίνο και αποφασίσαμε να δεχτούμε την πρότασή σου, αρκεί να δημιουργήσετε με τον πατέρα σου μια νέα εταιρεία, με μοναδικούς συνεταίρους εσάς τους δύο. Με αυτή την προϋπόθεση, θα αρχίσουμε ξανά να σας παραδίδουμε δίσκους, θα σας ανοίξουμε νέα πίστωση, και εσείς θα μας εξοφλήσετε με τον τρόπο που μου πρότεινες». Δεν θυμάμαι αν πήρα το ασανσέρ φεύγοντας από το γραφείο του ή αν κατέβηκα τα σκαλιά τρία τρία για να φύγω γρηγορότερα και να φτάσω μια ώρα αρχίτερα στον πατέρα μου, να πέσω στην αγκαλιά του και να του πω τα ευχάριστα νέα.
Σε λίγο βρισκόμουν, πράγματι, κοντά στον Μίνω. Εκείνος όμως, παρά τα ευχάριστα νέα, δεν μιλιόταν. Το μεγάλο του πρόβλημα ήταν πώς θα έλεγε στους συνεταίρους του να φύγουν από τη μέση. «Βρε πατέρα, λεφτά τούς χαρίζουμε», του έλεγα. «Χρωστάνε πάνω από 2.000.000 δραχμές και τους λέμε να τους τα χαρίσουμε, και να αναλάβουμε εμείς όλες τις υποχρεώσεις τους, κι εσύ στεναχωριέσαι;». Κι όμως, δεν είχε το κουράγιο να τους το πει. Είχε ζήσει μια ζωή μαζί τους και δεν μπορούσε να τους το πει, έστω κι αν αυτό ήταν προς το συμφέρον τους.
Για δεύτερη φορά στη ζωή του ο Μίνως, μπροστά στο συναίσθημα, μπροστά στη σχέση του με τους ανθρώπους που τον διάλεξαν να διευθύνει τη δουλειά τους, ήταν έτοιμος να πετάξει μια μεγάλη ευκαιρία: να σώσει τη δουλειά του και να μου δώσει κι εμένα τη δυνατότητα να δοκιμάσω την τύχη μου.
Την πρώτη φορά είχε αρνηθεί να αφήσει τους ανθρώπους αυτούς και να γίνει το αφεντικό της His Master’s Voice με τον Κισσόπουλο, δεχόμενος το μικρό ποσοστό που του το είχαν προσφέρει τότε στην Parlophone.
Εκείνη τη στιγμή, βλέποντας την αντίδρασή του, μου κόπηκαν τα πόδια. Έβλεπα όλη μου την προσπάθεια να γκρεμίζεται, μιας και μοναδικός όρος της Columbia ήταν ότι τη δουλειά θα την συνεχίζαμε εμείς οι δύο.
Έτσι, με όλο το σεβασμό βέβαια που του είχα, αλλά με αποφασιστικότητα και κάπως πειραγμένος, του είπα: «Πατέρα, αν εσύ διστάζεις να τους μιλήσεις και να τους υποδείξεις το καλό όλων μας, τότε άφησε εμένα. Θα αναλάβω να τους μιλήσω εγώ». «Κάνε ό,τι νομίζεις», ήταν η απάντησή του, «αλλά πρόσεξε, γιατί φοβάμαι μην καταστραφείς κι εσύ μαζί μ’ αυτή τη δουλειά που θες να σώσεις». Πήγα, πράγματι, και τους βρήκα. «Υπάρχει μια ευκαιρία», του λέω. «Θέλετε να γλιτώσετε απ’ όλα τα προβλήματα και να απαλλαγείτε από τα χρέη σας προς την Columbia; Αποσυρθείτε από την εταιρεία, υπογράψτε ότι παραιτείστε από το ενεργητικό και το παθητικό της, και τα χρέη θα τα αναλάβω εγώ».
Στην αρχή με κοίταξαν δύσπιστα, καχύποπτα. Δεν άργησαν, όμως, να συνειδητοποιήσουν την ευκαιρία που τους προσφερόταν. Είμαι βέβαιος ότι οι δικηγόροι τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Αυτοί τουλάχιστον, με την ψυχρή λογική τους και χωρίς συναισθηματισμούς, μπορούσαν εύκολα να κρίνουν την κατάσταση και να τους συμβουλέψουν σωστά.
Σε λίγες μέρες υπέγραψαν τα συμβόλαια της αποχώρησής τους, μας ευχαρίστησαν, και μας ευχήθηκαν καλή τύχη.
Έτσι δημιουργήθηκε η Μίνως Μάτσας και Υιός. ΄Ετος ίδρυσης Νοέμβριος του 1960.
Μάκης Μάτσας
H πρώτη δεκαετία του ‘70 είναι η περίοδος της ανασυγκρότησης. Η εταιρία μετά την παρ’ ολίγο καταστροφή της αποκτά ταυτότητα. Ο Μάκης Μάτσας ξεκινάει με τους δύο καλλιτέχνες που πιστοί στο Μίνω Μάτσα παρέμειναν στην εταιρία και δεν είχαν σπάσει τα συμβόλαια τους. Τον Βαγγέλη Περπινιάδη και τον Σπύρο Ζαγοραίο στους οποίους πάντα χρωστάει ευγνωμοσύνη. Έπρεπε όμως να αποκτήσει και άλλους. Η Columbia ήταν η μόνη πηγή όπου ήταν συγκεντρωμένες όλες οι καλλιτεχνικές δυνάμεις συνθετών και τραγουδιστών της εποχής εκείνης.
Ποιος όμως θα αποφάσιζε να εγκαταλείψει τον κολοσσό της Columbia για να πάει σε μια σχεδόν ανύπαρκτη εταιρία;
Μια ιδέα όμως του Μάκη Μάτσα έδωσε το έναυσμα για την αντίστροφη μέτρηση. Πρότεινε στους συνθέτες ένα πρωτότυπο για την εποχή συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με εξασφαλισμένο αριθμό ηχογραφήσεων κάθε χρόνο κι ένα πρόσθετο ποσοστό αμοιβής τους πέραν των πνευματικών δικαιωμάτων τους. Το γεγονός αυτό η Columbia το υποτίμησε. Υπεροπτικά δεν το υπολόγισε και έτσι μέσα σε δύο χρόνια συνθέτες όπως ο Μπάμπης Μπακάλης, ο Θεόδωρος Δερβενιώτης, ο μέγας Απόστολος Καλδάρας, ο Κώστας Βίρβος είχαν εγκαταλείψει την Columbia και είχαν μεταγραφεί στην «Μίνως Μάτσας και Υιός».
Αλλά και το μεγάλο στοίχημα του Μάκη Μάτσα δεν άργησε να κερδηθεί. Ήταν μια δύσκολη περίπτωση, φάνταζε απίθανη αλλά πολύ σύντομα ο Στέλιος Καζαντζίδης ο μεγαλύτερος τραγουδιστής όλων είχε κι αυτός εγκαταλείψει την Columbia και μαζί με την νεαρή τότε τραγουδίστρια και σύντροφο του τη Μαρινέλλα υπέγραψαν με τον Μάκη Μάτσα.
Εν τω μεταξύ σύντομα ο πατέρας του Μάκη Μάτσα εγκαταλείπει το μικρό υφασματεμπόριο που είχε ανοίξει μαζί με τον κουνιάδο του παράλληλα με την δισκογραφία, πουλάει το μερίδιο του και ξαναγυρίζει στην εταιρία. Γίνεται πρόεδρος αλλά λίγα χρόνια αργότερα το 1970 πεθαίνει με τη χαρά όμως ότι όλα του τα χρόνια που τα΄ ζησε μέσα στη δισκογραφία δεν πήγαν χαμένα. Πεθαίνει ευτυχισμένος γιατί η εταιρία που άφηνε πίσω του ήδη είχε εξέχουσα θέση στην αγορά και οι προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά της ήταν ιδιαίτερα ελπιδοφόρες.
Ο Μάκης Μάτσας σκέπτεται ότι πρέπει να δημιουργήσει την επόμενη γενιά των καλλιτεχνών. Tους δικούς του καλλιτέχνες, τα δικά του παιδιά όπως τους ένοιωθε. Έτσι συνεχίζει με μια νέα εξόρμηση για την ανεύρεση νέων ανθρώπων νέων φωνών και νέων συνθετών που θα αποτελέσουν το νέο δυναμικό της εταιρίας. Έτσι κατορθώνει να ανακαλύψει και να αξιοποιήσει μια σειρά τραγουδιστών και συνθετών που θα αφήσουν εποχή. Γιώργος Νταλάρας, Γιάννης Καλατζής (που είχαν ήδη εμφανιστεί στα τέλη της δεκαετίας του '60), Χαρούλα Αλεξίου, Γιάννης Πάριος, Μάνος Λοΐζος, Σταύρος Κουγιουμτζής, Άννα Βίσση, Βασίλης Παπακωνσταντίνου και πολλοί άλλοι. Είναι η ομάδα των καλλιτεχνών που έμελλε να εξελιχθεί σε κορυφαίους ερμηνευτές και συνθέτες που με την παρουσία τους σηματοδότησαν το τραγούδι και την ελληνική δισκογραφία. Η γενιά αυτή συγκρινόμενη και σε διεθνές ακόμη επίπεδο αποτελεί την μακροβιότερη γενιά καλλιτεχνών. Αποκορύφωμα της εξέλιξης και της ανάπτυξης της Μinos ήταν η αποκλειστική συνεργασία της με τον Μίκη Θεοδωράκη, αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Έτσι η Μίνως Μάτσας και Υιός στα μέσα περίπου της δεκαετίας καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στην ελληνική δισκογραφία και ο Μάκης Μάτσας έχει αρχίσει να γίνεται «κυρίαρχος του παιχνιδιού» της δισκογραφίας.
Η δεκαετία αυτή χαρακτηρίζεται από νέες σημαντικές συνεργασίες και βέβαια την τελική υπέρβαση του Μάκη Μάτσα με την συνένωση της «Μίνως Μάτσας και Υιός» με την ΕΜΙ International.
Υπογράφει συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με τον Θάνο Μικρούτσικο και στην συνέχεια με τον Μάριο Τόκα, με το Δημήτρη Μητροπάνο και ταυτόχρονα προωθεί και άλλους αξιόλογους νέους καλλιτέχνες όπως τον πολλά υποσχόμενο Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, τον Γιάννη Μηλιώκα κ.ά
H εταιρεία πλέον έχει καταλάβει την 1η θέση στην αγορά. Ο Μάκης Μάτσας είχε πλέον ολοκληρώσει το όνειρο της ζωής του και το μικρό του θαύμα.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Μάκης Μάτσας προέβλεψε την ανάγκη δημιουργίας μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων. Έτσι, την κατάλληλη στιγμή αποδέχεται τη πρόταση συνεργασίας και συνεταιρισμού από την προαιώνια αντίπαλο του, την Columbia, που τότε ονομαζόταν ΕΜΙ και οι δύο εταιρίες πλέον ενώνονται σε μια.
Τον Οκτώβριο του 1990 ολοκληρώνονται οι διαπραγματεύσεις και οι σχετικές διαδικασίες με την ΕΜΙ. Η εταιρεία την οποία διηύθυνε ο Μάκης Μάτσας, η «Μίνως Μάτσας και Υιός», μετονομάζεται σε «MINOS-EMI». Είναι αξιοσημείωτο γεγονός εκτίμησης και σεβασμού προς τον Μάκη Μάτσα και την εταιρία του ότι ένας παγκόσμιος κολοσσός όπως η ΕΜΙ δέχεται στην νέα επωνυμία «ΜΙΝΟS-EMI» να προταχθεί από το δικό της το όνομα της Μinos. O Μάκης Μάτσας αναλαμβάνει τη γενική διεύθυνση της νέας εταιρίας και όλου του δισκογραφικού γκρουπ της ΕΜΙ στην Ελλάδα με τον τίτλο του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου. Την εποχή εκείνη ανακαλύπτει την Δέσποινα Βανδή. Την πιστεύει της υπόσχεται ότι σ’ ένα χρόνο θα την ξέρει όλη η Ελλάδα και το πραγματοποιεί. Λίγο αργότερα υπογράφει με τον Γιάννη Πλούταρχο, ο οποίος τον εντυπωσιάζει με την φωνή του και το πάθος του για επιτυχία, στη συνέχεια με τον συνθέτη Φοίβο, τον Νότη Σφακιανάκη, με τον μοναδικό τραγουδιστή showman Σάκη Ρουβά, με τον Πασχάλη Τερζή με τον οποίο έχουν γνωριστεί πριν αρκετά χρόνια όταν αυτός αρνιόταν να εγκαταλείψει την Θεσσαλονίκη. Ακόμα με τον Γιάννη Κότσιρα και τέλος με την Πέγκυ Ζήνα. Ταυτόχρονα επιτυγχάνει και αποσπά από την διεθνή σκακιέρα το δισκογραφικό κολοσσό της BMG με τεράστια ονόματα όπως Elvis Prisley, Carlos Santana, Eros Ramazzotti, Avril Lavigne, Christina Aguilera, Britney Spears, Whitney Houston, Cesaria Evora και έτσι η ΜΙΝΟS-EMI αποκτά την μεγαλύτερη δύναμη και αίγλη που είχε ποτέ. Mε την BMG συνεργάζονται μέχρι τη στιγμή που σε διεθνές επίπεδο η BMG εξαγοράζεται από τη SONY.
Ο Μάκης Μάτσας στην μακρά πορεία του έχει ανακαλύψει και έχει στηρίξει τα πρώτα βήματα και την καριέρα των μεγαλύτερων ελλήνων καλλιτεχνών, που σημάδεψαν την ελληνική δισκογραφία. Δεν υπάρχει σημαντικός έλληνας τραγουδιστής ή συνθέτης, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, (με σημαντικότερη την περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου με τον οποίον όμως δημιούργησαν μαζί τον δίσκο-σταθμό «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι») που να μην συνεργάστηκε κατ’ αποκλειστικότητα μαζί του.
Όλα αυτά τα χρόνια ο Μάκης Μάτσας έχει δημιουργήσει ένα team προικισμένων συνεργατών στους οποίους έμαθε σιγά-σιγά την τέχνη του studio και της δισκογραφίας φτάνοντας τους να τους θαυμάζει όλη η δισκογραφία και να θέλει να τους αποκτήσει.
Η αγορά πάντα έλεγε «Αυτός είναι της Σχολής Μάτσα».
Ο Μάκης Μάτσας θέλει πάντα να αναφέρονται τα ονόματα των στενών συνεργατών του. Από το χώρο της παραγωγής τα ονόματα του Αχιλλέα Θεοφίλου, του Ηλία Μπενέτου και του Γιώργου Μακράκη (τον οποίο απόσπασε από την Κολούμπια και υπήρξε μαθητής του Τ.Β.Λαμπρόπουλου), ενώ από το χώρο των Δημοσίων Σχέσεων αναφέρει τον Γιώργο Λεφεντάριο και τον Μίκη Κορίνθιο που έφυγαν δυστυχώς νωρίς απ’ την ζωή και από την ομάδα των «κοριτσιών του» που διαδέχθηκαν τον Λεφεντάριο την Όλγα Παυλάτου, την Λία Χατζηδημητρίου , την Κατερίνα Παπαδοπούλου, την Κική Τσόλκα και βέβαια την επί 35 χρόνια γραμματέα του, Λίτσα Κίτσου και τον επί χρόνια συνεργάτη και στη συνέχεια αρχειοφύλακα της εταιρίας Χάρη Τσακματσιάν.
Το 2003, ο Μάκης Μάτσας αποφασίζει να παραιτηθεί από την καθημερινή διεύθυνση των εργασιών της εταιρίας. Με πρόταση της ΕΜΙ Λονδίνου, τη γενική διεύθυνση αναλαμβάνει η τρίτη γενιά της οικογένειας, η Μαργαρίτα Μάτσα-Φραγκογιάννη, κόρη του Μάκη Μάτσα η οποία ήδη εργαζόταν ως δικηγόρος στην εταιρία. Ο ίδιος παραμένει Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου μέχρι και σήμερα.